Δευτέρα 15 Απριλίου 2013


ΗΛΙΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ  TOY ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Η ψαρική τέχνη και έθιμα της ψαράδικης ζωής 
στο χωριό Σαγιάδα Θεσπρωτίας.

Η ψαρική τέχνη στη Σαγιάδα Θεσπρωτίας παρουσιάζει ενδιαφέρον, επειδή είναι αρκετά πρωτότυπη και γιατί χρησιμοποιεί ιδιαίτερα όργανα και μέσα. Και τούτο γιατί η διαμόρφωση του βυθού της θάλασσας και η φύση των ακτών απαιτούν ιδιαίτερο τρόπο δουλειάς για την εκμετάλλευση του πλούτου που κρύβει μέσα της η θάλασσα.
Έτσι ανάλογα με το βάθος της και με τη φύση του βυθού, το ψάρεμα γίνεται με τους εξής τρόπους:
α) Με καλαμωτές.
β) Με καλαμωτά δίχτυα και
γ) Με σκέτα δίχτυα.
Βέβαια υπάρχουν κι άλλοι τρόποι ψαρέματος, που είναι όμως σπανιότεροι και δεν αποφέρουν μεγάλες ποσότητες ψαριών. Τέτοιοι είναι οι παρακάτω: με πυροφάνι ασετυλίνης και καμάκι, με πετονιά ή κοινώς αρμίδι και τέλος με καλάμι και πετονιά μαζί που ονομάζεται τσούντα.

Α. ΨΑΡΕΜΑ ΜΕ ΚΑΛΑΜΩΤΕΣ

Επειδή ο περισσότερος θαλάσσιος χώρος, που βρίσκεται άκρη-άκρη στην ξηρά, είναι στο μεγαλύτερο μήκος του αβαθής και ρηχός, είναι δηλ. λιμνοθάλασσα, το ψάρεμα γίνεται με καλαμωτές. Οι καλαμωτές κατασκευάζονται από καλάμια που πλέκονται έντεχνα με βούρλα. Έχουν ύψος πάνω κάτω δυό μέτρα. Κάθε μια τέτοια καλαμωτή, πούχει μήκος περίπου δεκαπέντε μέτρα, ενώνεται με πολλές άλλες και φτάνει τέλος το μήκος τους ένα και δυό χιλιόμετρα ακόμη.
Όταν ψαράδες δουν τη λιμνοθάλασσα ή το γιβάρι όπως λένε οι ίδιοι, να παρουσιάζει κίνηση, ρίχνουν τις καλαμωτές στη θάλασσα σε οριζόντια στάση, έτσι που να επιπλέουν. Η καλαμωτή αυτή που βρίσκεται οριζόντια και επιπλέει πάνω στο νερό ονομάζεται φέρσα.
Αφού οι καλαμωτές ριχτούν στο νερό είναι πιά έτοιμες για ρυμούλκηση. Ρυμουλκά οι ίδιοι οι ψαράδες. Τα κομμάτια των καλαμωτών είναι στη σειρά το ‘να δίπλα στ’ άλλο.
Ο σχηματισμός αυτός λέγεται τσάταρα. Τώρα το γενικό πρόσταγμα το έχει ο γεροντότερος και πιο έμπειρος ψαράς, ο καραβοκύρης.
Οι ψαράδες μπαίνουν πολλοί μαζί –και πάνω από είκοσι- εμπρός στην τσάταρα και περνούν στην πλάτη τους ένα σκοινί φτιαγμένο από βούρλα, την ματσαμάρα.
Η ματσαμάρα ενώνεται με τις φέρσες. Οι φέρσες ρυμουλκούνται ως το μέρος που προορίζεται για περίφραξη ή και ένα απλό κλείσιμο στεριάς με στεριά. Στην αρχή η πρώτη καλαμωτή στηρίζεται ένα μέτρο έξω στη στεριά με ξύλινα παλούκια και μετά συνεχίζεται να στηρίζεται όρθια και μες στη θάλασσα, που το βάθος της δεν ξεπερνά το μισό μέτρο και ο βυθός δεν είναι στερεός αλλ’ αρκετά μαλακός δηλ. βούρκος.
Εδώ ακριβώς αρχίζει και ο καταμερισμός της εργασίας των ψαράδων. Ένας ψαράς ο πιο νέος κι ο πιο γερός συνήθως, σηκώνει την καλαμωτή από κάτω και την φέρνει σε όρθια θέση με τη θάλασσα και το βυθό. Αυτός λέγεται σηκωτής.
Ένας άλλος από την άλλη πλευρά της σηκωμένης πιά καλαμωτής, μπήγει στο βούρκο ξύλινα παλούκια, που είναι δεμένα με την καλαμωτή, με σκοπό τη στήριξή της. Αυτός ονομάζεται παλουκωτής. Οι υπόλοιποι κουβαλούν τις φέρσες κοντά στις υψωμένες πιά καλαμωτές και τις ενώνουν συνεχώς, ώσπου η καλαμωτή φτάσει την άλλη μεριά της ξηράς. Τις επόμενες μέρες οι καλαμωτές σχηματίζουν κύκλο που όλο και στενεύει, έχοντας μέσα του εννοείται όλα τα ψάρια που υπήρχαν και στην αρχή. Όταν ο κύκλος στενέψει αρκετά, τότε λέγεται κουμάνα.
Από δω και μπρος σκοπός είναι η συλλογή των ψαριών.
Γι αυτό στη μιά άκρη της κουμάνας κάνουν ένα μικρό θάλαμο πάλι με καλαμωτές σε μακρόστενο σχήμα, μήκους πέντε περίπου μέτρων που το λένε πύργια. Ο βυθός της πύργιας στρώνεται με ψιλό χαλίκι, για να μη βουρκώνουν τα νερά. Η πύργια, που συγκοινωνεί με την κουμάνα με ένα μικρό άνοιγμα, είναι έτσι φτιαγμένη, που όταν τα ψάρια μπουν μέσα να μη μπορούν να επιστρέψουν πάλι στην κουμάνα. Όταν η κουμάνα στενέψει πάρα πολύ τότε αρχίζει ο κλότσος. Οι ψαράδες πηδούν μες στην κουμάνα και κρατούν στα χέρια τους χοντρό δίχτυ, που πιάνει όλο το πλάτος της.
Το δίχτυ το πατούν στο βούρκο και σιγά-σιγά όλο και το σπρώχνουν με τα πόδια προς το μικρό άνοιγμα της πύργιας. Τα ψάρια πιεζόμενα συνεχώς τρυπώνουν απ’ το μικρό άνοιγμα μες στην πύργια και παγιδεύονται. Τότε ένας ψαράς κρατώντας μια αρκετά μεγάλη απόχη από χοντρό δίχτυ με μακριά χειρολαβή, που λέγεται τραβέντζο,  αδειάζει την πύργια απ’ το πλήθος των ψαριών. Τα ψάρια τοποθετούνται στην αρχή μέσα σε μικρές βάρκες με επίπεδο πάτο, τα μπαρκιά. Έπειτα οι ψαράδες αρχίζουν την διαλογή των ψαριών, ανάλογα με το μέγεθός τους σε κατηγορίες.
Υπάρχουν τέσσερις κατηγορίες κέφαλων. Ας σημειώσω ότι ολόκληρη η ποσότητα των ψαριών που πιάνονται με καλαμωτές είναι κέφαλοι, και σπάνια συναντάς κανένα λαυράκι, τσιπούρες, σπάρους και άλλα ψάρια της ανοιχτής θάλασσας.
Αφού γίνει η επιλογή των ψαριών σε κατηγορίες, αρχίζει αμέσως μετά η συσκευασία τους στα τελάρα. Τοποθετούνται όρθια με το κεφάλι προς τα επάνω, για να μη βρωμούν. Λυωμένος πάγος ρίχνεται μπόλικος πάνω στα κεφάλια των ψαριών, για να διατηρηθούν μέχρι να φτάσουν στο ψυγείο.
Με το σύστημα αυτό των καλαμωτών πιάνονται συνήθως μέσα σε δεκαπέντε μέρες δύο τρεις και τέσσερις χιλιάδες κιλά ψαριών.

ΨΑΡΕΜΑ ΜΕ ΚΑΛΑΜΩΤΑ ΔΙΧΤΥΑ

Τα καλαμωτά δίχτυα προορίζονται για ψάρεμα σε ανοιχτή θάλασσα μέχρι πέντε μέτρα βάθος. Ψαρεύονται μ’ αυτά ψάρια της ανοιχτής θάλασσας, κυρίως ένα είδος κεφάλου, αλλά με διαφορετική γεύση, ο τράγανος. Ο τράγανος ή το τραγάνι είναι μεγάλο άσχημο ψάρι, φτάνει τα δυό ως τρία κιλά, με σχετικά στενό κεφάλι, με κιτρινωπά αυτιά και με μαύρες έντονες ραβδώσεις κατά μήκος του σώματός του.
Επίσης ψαρεύονται κι άλλα ψάρια, τσιπούρες, συναγρίδες, λιθρίνια και ένα παράξενο ψάρι που μοιάζει με τσιπούρα αλλά χωρίς λέπια που ονομάζεται λίτσα.
Η κατασκευή τους είναι η εξής: Δίχτυα πλάτους τριών μέτρων στηρίζονται κάθε πέντε μέτρα με καλάμια παράλληλα και στερεωμένα με γερό δέσιμο. Αυτά τα δίχτυα πέφτοντας στο νερό επιπλέουν και στέκονται σ’ οριζόντια θέση.
Στην δεξιά πλευρά των διχτυών ετούτων στηρίζεται ένα γερό δίχτυ βάθους 5 ως 6 μέτρων που στην άκρη τους βρίσκονται στερεωμένα σε παράλληλο σκοινί κομμάτια μολύβδου, τα βολύμια  όπως τα λένε, για να «πατώνει» το δίχτυ στέρεα στο βυθό της θάλασσας. Όλο το σύστημα των διχτυών αυτών, είναι μοιρασμένο σε δυό μεγάλες βάρκες.
Οι ψαράδες με τις δυό βάρκες βγαίνουν στην ανοιχτή θάλασσα κωπηλατώντας αργά και κοιτούνε μήπως πηδήσει ψάρι έξω από την επιφάνεια της θάλασσας. Αν πηδήσουν δυό τρία ψάρια, είναι απόδειξη πως σ’ αυτό το μέρος υπάρχει κοπάδι. Τότε οι βάρκες ζυγώνουν πλώρη με πλώρη και ενώνουν τα δίχτυα τους με σκοινί. Σιγά σιγά οι βάρκες ξεχωρίζονται και οι ψαράδες ρίχνουν τα δίχτυα στο νερό. Τα δίχτυα τα στερεωμένα στα καλάμια επιπλέουν και τα άλλα τα κάθετα πηγαίνουν στον πάτο. Οι βάρκες σχηματίζουν κύκλο κλείνοντας μέσα όλο το κοπάδι των ψαριών. Μετά χτυπούν τα νερά με τα κουπιά για να φοβηθούν τα ψάρια. Αυτά πηδούν πάνω στα οριζόντια δίχτυα και περιπλέκονται. Ή παγιδεύονται στα κάθετα δίχτυα. Ύστερα από μισή ώρα περίπου τα δίχτυα ανασύρονται και φυσικά μαζί και τα ψάρια. Τα ψάρια ξεμπλέκονται και ρίχνονται σε μεγάλα καλάθια, τα πέζα. Το κλείσιμο αυτό με τα καλαμωτά στην ανοιχτή θάλασσα ονομάζεται βώλος. Συνήθως μ’ ένα βώλο πιάνονται 100 ως 200 κιλά ψάρια και σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις ως χίλια κιλά.

Γ΄  ΨΑΡΕΜΑ ΜΕ ΣΚΕΤΑ ΔΙΧΤΥΑ

Με τον τρόπο ετούτο ψαρεύονται ψάρια είτε της ρηχής θάλασσας (λιμνοθάλασσας) είτε της ανοιχτής. Η κατασκευή των διχτυών αυτών είναι πολύ απλή και η χρησιμοποίησή τους πολύ συχνή και διαδεδομένη. Το πλάτος των διχτυών εξαρτάται από το βάθος της θάλασσας που ρίχνονται. Το άνοιγμα των ματιών του διχτυού εξαρτάται κι αυτό από το μέγεθος και το είδος του ψαριού για το οποίο προορίζεται.
Στο επάνω μέρος του διχτυού είναι περασμένο το σκοινί, που συγκρατεί το λεπτό δίχτυ, κομμάτια φελλού για να επιπλέει. Στο κάτω μέρος του διχτυού, επίσης σκοινί παράλληλο με το επάνω υπάρχουν στερεωμένα βολίμια για να πατώνει στερεά το δίχτυ. Τα δίχτυα ρίχνονται συνήθως κατά το ηλιοβασίλεμα. Ρίχνονται σε ευθεία γραμμή με τη διαφορά όμως που στις δυό άκρες του διχτυού Σχηματίζεται ένα είδος κοχλία, τα μποτζιόλια, για να παγιδεύεται το ψάρι ευκολώτερα.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας όσα ψάρια τύχει να πέσουν πάνω στο δίχτυ μπερδεύονται και παγιδεύονται. Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί , οι ψαράδες σηκώνουν τα δίχτυα και ξεμπλέκουν τα παγιδευμένα ψάρια. Τα δίχτυα ετούτα είναι κατασκευασμένα από νάυλον κλωστή. Πριν από χρόνια ήταν βαμβακερά. Επειδή τα δίχτυα ετούτα μένουν για ένα χρονικό διάστημα στάσιμα ονομάζονται απ’ τους ψαράδες ποστασιές.

ΑΛΛΟΙ  ΤΡΟΠΟΙ ΨΑΡΕΜΑΤΟΣ

Με πυροφάνι ασετυλίνης

Στο εμπρός μέρος του μπαρκιού στηρίζεται γερά το πυροφάνι, που δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η άκρη ενός λαστιχένιου σωλήνα. Η άκρη αυτή είναι ένα μικρό «μπεκ» όπως τα μπεκ του ψεκαστήρα. Ο λαστιχένιος σωλήνας απολήγει σε κυκλικό μετάλλινο κουτί που περιέχει την ασετυλίνη και είναι αεροστεγώς κλεισμένο. Το κουτί ετούτο βυθίζεται σε κουβά γεμάτο νερό, όπου η ασετυλίνη υπό μορφή ατμών διαλύεται. Οι ατμοί διοχετεύονται από τον σωλήνα στο μπεκ όπου και ανάβεται φωτιά. Το αέριο, εύφλεκτο δίνει έντονο κίτρινο λαμπρό φως. Ο ψαράς απ’ το φως περπατά, πλέει δηλαδή, σιγά σιγά μες στο σκοτάδι ψάχνοντας για κανένα ψάρι.
Όταν δει καμιά κίνηση πετά το καμάκι επάνω στο ψάρι. Εδώ απαιτείται ικανότητα και τεχνική, γιατί ο οποιοσδήποτε δεν μπορεί να το κατορθώσει. Το ψάρι σπάνια ξεφεύγει από το χέρι ενός πεπειραμένου ψαρά. Ψαρεύονται συνήθως λαυράκια και κέφαλοι. Το σύστημα αυτό της ασετυλίνης ονομάζεται καρμπούρο (ιταλ. λέξη).

Με πετονιά και τσούντα.

Οι δυο κλασικοί ερασιτεχνικοί τρόποι ψαρέματος και οι πιο απλοί.
Με σκέτη πετονιά ψαρεύονται ψάρια από σχετικά μακρινή απόσταση, ενώ με την τσούντα (καλάμι και πετονιά μαζί) από κοντινές αποστάσεις. Πιάνονται τσιπούρες, σπάροι, λαυράκια και άλλα μικρότερα ψάρια. Κέφαλοι δεν πιάνονται γιατί ποτέ δεν τσιμπούν σε δόλωμα.
Σαν δόλωμα, χρησιμοποιούνται θαλασσινά σκουλήκια, γαρίδες και ένα είδος μικρού αστακού, μήκους δύο εκατ. Που λέγεται σκαρτσιμάς και είναι το πιο εύγευστο για τα ψάρια.

ΕΘΙΜΑ ΨΑΡΑΔΙΚΑ

Η περίοδος του ψαρέματος αρχίζει συνήθως το Μάρτιο. Οι ψαράδες έχουν φροντίσει για την κατασκευή των διχτυών και των καλαμωτών το χειμώνα. Όταν έρθει ο Μάρτης και βγάζουν τα δίχτυα έξω απ’ τις αποθήκες φωνάζουν τον παπά για να κάνει αγιασμό. Το έθιμο αυτό είναι πολύ παλιό. Τα δίχτυα τα ρίχνουν στο νερό πρώτα όπως είναι και τα τραβούν αμέσως και πάλι έξω. Τότε ο παπάς μπορεί ν’ αρχίσει τον αγιασμό. Οι ψαράδες στέκονται στη σειρά πλάι-πλάι και ασπάζονται τον σταυρό. Ο παπάς ραντίζει τα δίχτυα με το αγιασμένο νερό  και με το αγιαστήρι βρέχει τα μέτωπα των ψαράδων. Αμέσως μετά αρχίζει η δουλειά. Αν δεν αρχίσει αμέσως η δουλειά οι ψαράδες τόχουν σε κακό.

Το αντιπροσωπευτικότερο φαγητό των ψαράδων είναι η τάβα ή ψάρια στον ταβά όπως λέγονται αλλιώς.
Όταν οι άλλοι ψαράδες δουλεύουν ένας μένει στην ψαράδικη καλύβα να μαγειρέψει.
Είναι γρουσουζιά θεωρείται κακό να μαγειρέψει ο ίδιος ψαράς σε δυό συνέχεια ημέρες. Σχεδόν κάθε μέρα το φαγητό ίδιο: Η τάβα. Οι κέφαλοι ξύνονται, καθαρίζονται καλά και η ράχη χαρακώνεται βαθειά και εγκάρσια σε δυό τρεις μεριές. Μετά τοποθετούνται στο ταψί την τάβα ή τον νταβά, και περιχύνονται με μπόλικο λάδι. Σε εγκάρσιες τομές των ψαριών μπαίνουν κομμάτια σκόρδου και ντομάτας. Το πιπέρι είναι απαραίτητο.
Μια γερή δυνατή φωτιά ανάβει κάτω στο χώμα καμιά ώρα περίπου. Έπειτα τα αναμμένα κάρβουνα ανάγονται με μια τσιμπίδα και το ταψί μπαίνει πάνω στο ζεστό χώμα. Το ταψί σκεπάζεται με ένα τσίγκινο κυκλικό κάλυμμα που λέγεται γάστρα.
Πάνω στη γάστρα ρίχνονται τα αναμμένα κάρβουνα. Σε μια ώρα το φαγητό είναι έτοιμο. Το φαγητό δεν μοιράζεται σε πιάτα, αλλά όλοι τρώνε απ’ το ίδιο ταψί και χωρίς πιρούνια. Το πιρούνι λένε, εμποδίζει τα ψάρια να έρθουν από την ανοιχτή θάλασσα στο γιβάρι.

Στις ψαράδικες καλύβες, όπου μένουν και κοιμούνται τις νύχτες, υπάρχει και το εικόνισμα. Οι εικόνες του εικονίσματος δεν είναι οι ίδιες. Άλλη του Άη –Νικόλα , άλλη της Παναγίας, άλλη του Άη-Γιώργη.
Το καντήλι είναι συνήθεια να είναι πάντα γεμάτο με λάδι κι όχι νάχει στο κάτω μέρος νερό.
Το καντήλι το ανάβει μόνο ο καραβοκύρης.